κίκιννος

κίκιννος
κίκιννος, ὁ (Α)
σγουρό μαλλί, βόστρυχος («γῆρας εἶναι κρεῑττον ἢ πολλῶν κικίννους νεανιῶν», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται ίσως για λ. τού προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κίκιννος — ringlet masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κικίννοις — κίκιννος ringlet masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κικίννους — κίκιννος ringlet masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κικίννων — κίκιννος ringlet masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίκιννοι — κίκιννος ringlet masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίκιννον — κίκιννος ringlet masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ουλοκίκιννα — οὐλοκίκιννα, τὰ (Α) (ποιητ. τ. αντί οὖλοι κίκιννοι) τα κατσαρά τσουλούφια. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖλος (II) «σγουρός» + κίκιννος «τσουλούφια αλόγων»] …   Dictionary of Greek

  • στημονίας — ὁ, Α φρ. «στημονίας κίκιννος» βόστρυχος όμοιος με κλωστή. [ΕΤΥΜΟΛ. < στήμων, ονος + επίθημα ίας (πρβλ. οστρακ ίας)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”